Greek Meaning of slavishness
δουλοπρέπεια
Other Greek words related to δουλοπρέπεια
- εφησυχασμός
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- υποταγή
- αποδοχή
- ευκολία
- φιλικότητα
- συμμόρφωση
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- υπακοή
- Καλοσύνη
- υπακοή
- δεκτικότητα
- δεκτικότητα
- υποτακτικότητα
- αποδοχή
- φιλικότητα
- φιλικότητα
- συγκατάθεση
- Επιδοτικότητα
- капитуляция
- πειθαρχία
- Φιλικότητα
- συγκατάθεση
- Συνεργατικότητα
- εγκάρδιος
- φιλικότητα
- ιδιοφυΐα
- χιούμορ
- επιείκεια
- κοινωνικότητα
- υποβολή
- παράδοση
Nearest Words of slavishness
Definitions and Meaning of slavishness in English
slavishness
basely or abjectly servile, despicable, low, copying obsequiously or without originality, lacking in independence or originality, of or characteristic of someone held in forced servitude, oppressive, tyrannical, of or characteristic of a slave
FAQs About the word slavishness
δουλοπρέπεια
basely or abjectly servile, despicable, low, copying obsequiously or without originality, lacking in independence or originality, of or characteristic of someon
εφησυχασμός,δουλοπρέπεια,δουλοπρέπεια,υποταγή,υποταγή,αποδοχή,ευκολία ,φιλικότητα,συμμόρφωση,συμμόρφωση
πρόκληση,ανυπακοή,Εχθρότητα,εχθρότητα,Αντιπάθεια,έχθρα,Κακή θέληση,δυσκολία,απειθαρχία
slavers => δουλέμποροι, slaveholders => ιδιοκτήτες σκλάβων, slaved (for) => (δολοδουλωμένος (από)), slave drivers => Εμπόροι σκλάβων, slave (for) => δούλος (για),