Greek Meaning of humoring
χιούμορ
Other Greek words related to χιούμορ
- αποδοχή
- συγκατάθεση
- συγκατάθεση
- Συνεργατικότητα
- επιείκεια
- δεκτικότητα
- δεκτικότητα
- παράδοση
- αποδοχή
- φιλικότητα
- капитуляция
- εφησυχασμός
- συμμόρφωση
- εγκάρδιος
- σεβασμός
- φιλικότητα
- ιδιοφυΐα
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρέπεια
- κοινωνικότητα
- υποβολή
- υποταγή
- υποταγή
- ευκολία
- φιλικότητα
- φιλικότητα
- Φιλικότητα
- υπακοή
- Καλοσύνη
- υπακοή
- υποτακτικότητα
Nearest Words of humoring
Definitions and Meaning of humoring in English
humoring (n)
the act of indulging or gratifying a desire
humoring (p. pr. & vb. n.)
of Humor
FAQs About the word humoring
χιούμορ
the act of indulging or gratifying a desireof Humor
αποδοχή,συγκατάθεση,συγκατάθεση,Συνεργατικότητα,επιείκεια,δεκτικότητα,δεκτικότητα,παράδοση,αποδοχή,φιλικότητα
πρόκληση,ανυπακοή,Εχθρότητα,εχθρότητα,Αντιπάθεια,έχθρα,Κακή θέληση,δυσκολία,απειθαρχία
humored => χιουμοριστικός, humoralist => χιουμορίστας, humoralism => χυμωρισμός, humoral immune response => χυμική ανοσολογική απάντηση, humoral => χυμικός,