Greek Meaning of cooperativeness

Συνεργατικότητα

Other Greek words related to Συνεργατικότητα

Definitions and Meaning of cooperativeness in English

Wordnet

cooperativeness (n)

the trait of being cooperative

FAQs About the word cooperativeness

Συνεργατικότητα

the trait of being cooperative

διασύνδεση,ένωση,συνεργασία,συνεργασία,Συγγένεια,ενότητα,εταιρική σχέση,αμοιβαιότητα,σχέση,Αλληλεγγύη

αποξένωση,αποσύνδεση,Διαζύγιο,αποξένωση,χωρισμός,διάλυση,τμήμα,Αποχωρισμός,αποχώρηση,διχόνοια

cooperatively => συνεργατικά, co-operative republic of guyana => Βουλής της Συνεργατικής Δημοκρατίας της Γουιάνας, cooperative => συνεταιρισμός, cooperation => συνεργασία, cooperate => συνεργάζομαι,