Greek Meaning of colleagueship
συντροφικότητα
Other Greek words related to συντροφικότητα
- συντροφικότητα
- εταιρεία
- υποτροφία
- οικειότητα
- Σχέση
- συμπάθεια
- διασύνδεση
- συγγένεια
- συνημμένο αρχείο
- εγγύτητα
- συνεργασία
- συνεργασία
- Ανταλλαγή
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- Σύνδεσμο
- αλληλοσυσχέτιση
- Συγγένεια
- Συγχώνευση
- εταιρική σχέση
- αμοιβαιότητα
- σχέση
- Αλληλεγγύη
- Συμβίωση
- ενοποίηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
- ενότητα
- συμμαχία
- ένωση
- ομοσπονδία
- σύνδεση
- Συνεργατικότητα
- Σύνδεσμος
- Σύνδεσμος
- αμοιβαδισμός
- ενότητα
- σχέση
- Μαζί
Nearest Words of colleagueship
Definitions and Meaning of colleagueship in English
colleagueship
an associate in a profession or office, an associate or coworker typically in a profession or in a civil or ecclesiastical office and often of similar rank or status
FAQs About the word colleagueship
συντροφικότητα
an associate in a profession or office, an associate or coworker typically in a profession or in a civil or ecclesiastical office and often of similar rank or s
συντροφικότητα,εταιρεία,υποτροφία,οικειότητα,Σχέση,συμπάθεια,διασύνδεση,συγγένεια,συνημμένο αρχείο,εγγύτητα
αποξένωση,αποσύνδεση,Διαζύγιο,αποξένωση,χωρισμός,διάλυση,τμήμα,Αποχωρισμός,αποζημίωση απόλυσης,αποχώρηση
colleagues => συνάδελφοι, collating => σύγκριση, collated => συγκολλημένος, collars => κολάρα, collaring => κολάρο,