Greek Meaning of incorporation
Ενσωμάτωση
Other Greek words related to Ενσωμάτωση
- εικόνα
- Ενσάρκωση
- εκδήλωση
- αφηρημένος
- άβαταρ
- ενσάρκωση
- Ουσία
- εξωτερικεύω
- διάνοια
- εικονίδιο
- Στοιχειοθέτηση
- μοντέλο
- Αντικειμενοποίηση
- προσωποποίηση
- συνειδητοποίηση
- πραγμάτωση (pragmátosi)
- αρχέτυπο
- Ενσάρκωση
- ενσωματώνω
- επίτομη
- παράδειγμα
- παραδειγματισμός
- Εικονίδιο
- παράδειγμα
- μοτίβο
- προσωποποίηση
- πεμπτουσία
- μετενσάρκωση
- ψυχή
- τεκμηρίωση
Nearest Words of incorporation
Definitions and Meaning of incorporation in English
incorporation (n)
consolidating two or more things; union in (or into) one body
learning (of values or attitudes etc.) that is incorporated within yourself
including by incorporating
incorporation (n.)
The act of incorporating, or the state of being incorporated.
The union of different ingredients in one mass; mixture; combination; synthesis.
The union of something with a body already existing; association; intimate union; assimilation; as, the incorporation of conquered countries into the Roman republic.
The act of creating a corporation.
A body incorporated; a corporation.
FAQs About the word incorporation
Ενσωμάτωση
consolidating two or more things; union in (or into) one body, learning (of values or attitudes etc.) that is incorporated within yourself, including by incorpo
εικόνα,Ενσάρκωση,εκδήλωση,αφηρημένος,άβαταρ,ενσάρκωση,Ουσία,εξωτερικεύω,διάνοια,εικονίδιο
No antonyms found.
incorporating => ενσωματώνοντας, incorporated => ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία), incorporate => ενσωματώνω, incorporally => ασώματος, incorporality => Ασωματότητα,