Greek Meaning of actualization

πραγμάτωση (pragmátosi)

Other Greek words related to πραγμάτωση (pragmátosi)

Definitions and Meaning of actualization in English

Wordnet

actualization (n)

making real or giving the appearance of reality

Webster

actualization (n.)

A making actual or really existent.

FAQs About the word actualization

πραγμάτωση (pragmátosi)

making real or giving the appearance of realityA making actual or really existent.

επίτευγμα,επίτευγμα,εκπλήρωση,εκπλήρωση,συνειδητοποίηση,επιτυχία,πραγματικότητα,Επίτευξη,κατανάλωση,καρποφορία

αποτυχία,μηδέν,μη εκπλήρωση,ήττα,μηδέν,σιγοβράζω,αποτυχία

actuality => πραγματικότητα, actualities => Επίκαιρα, actualist => ενεργειιστής, actualise => πραγματοποιηθεί, actualisation => πραγμάτωση,