Greek Meaning of consummation

κατανάλωση

Other Greek words related to κατανάλωση

Definitions and Meaning of consummation in English

Wordnet

consummation (n)

the completion of marriage by sexual intercourse

the act of bringing to completion or fruition

FAQs About the word consummation

κατανάλωση

the completion of marriage by sexual intercourse, the act of bringing to completion or fruition

κλείσιμο,Συμπέρασμα,κορύφωση,τέλος,τέλος,τελικός,καπάκι,κορύφωση,κοντά,τελικό παιχνίδι

αρχή,Αυγή,άνοιγμα,αρχή,βασική γραμμή,Εισαγωγή,Γέννηση,γένεση,εισαγωγή,Πreambule

consummated => consummate [τέλειος], consummate => ολοκληρωμένος, consuming => καταναλωτικός, consumer's surplus => Πλεόνασμα καταναλωτή, consumer's goods => καταναλωτικά αγαθά,