Greek Meaning of windup
κούρδισμα
Other Greek words related to κούρδισμα
Nearest Words of windup
Definitions and Meaning of windup in English
windup (n)
a concluding action
windup (s)
operated by a mechanism
FAQs About the word windup
κούρδισμα
a concluding action, operated by a mechanism
Συμπεραίνουμε,τέλος,τέλος,κοντά,κλείσιμο,ολοκληρωμένο,στέμμα,πληρώνω,κατεβάζω την αυλαία (σε),γύρος (εκτός ή εκτός)
αρχίσετε,αρχίζω,ανοιχτό,αρχή,εγκαινιάζω
windtight => Αντιανεμικός, windtalker => Γουίνττοκερ, windswept => αντιμέτωπος στον άνεμο, windsurf => Ιστιοσανίδα, wind-sucking => Αναρρόφηση από τον άνεμο,