Greek Meaning of capper
καπάκι
Other Greek words related to καπάκι
- κλείσιμο
- Συμπέρασμα
- κορύφωση
- τέλος
- τέλος
- τελικός
- ακρογωνιαίος λίθος
- κορύφωση
- κοντά
- κατανάλωση
- τελικό παιχνίδι
- τέλος
- τέλος
- ευθεία τερματισμού
- κορυφή
- κορυφαίο
- κούρδισμα
- ζενίθ
- ο μεγάλος τελικός
- σφουγγίζω
- περίληψη
- Κορυφή
- Αντικλίμακα
- κορυφή
- Κώδικας
- coping
- χαριστική βολή
- κρεσέντο
- στέμμα
- Επίλογος
- επίλογος
- υψηλό σημείο της παλίρροιας
- μεσημβρινός
- κορυφή
- Υ.Γ.
- κνήμη
- σύνοδος κορυφής
- Τέλος
- ουρά
- εξαιρετικός
- χαριστική βολή
Nearest Words of capper
Definitions and Meaning of capper in English
capper (n.)
One whose business is to make or sell caps.
A by-bidder; a decoy for gamblers [Slang, U. S.].
An instrument for applying a percussion cap to a gun or cartridge.
FAQs About the word capper
καπάκι
One whose business is to make or sell caps., A by-bidder; a decoy for gamblers [Slang, U. S.]., An instrument for applying a percussion cap to a gun or cartridg
κλείσιμο,Συμπέρασμα,κορύφωση,τέλος,τέλος,τελικός,ακρογωνιαίος λίθος,κορύφωση,κοντά,κατανάλωση
βασική γραμμή,αρχή,Αυγή,Εισαγωγή,άνοιγμα,αρχή,πρώτη μέρα,πρόλογος,Γέννηση,γένεση
cappelletti => Κανελόνι, cappella => Κρεματόριο, cappeline => Καπέλο, capped macaque => Μακάκος με λοφίο, capped => οριοθετημένο,