Greek Meaning of capping
Κλείσιμο
Other Greek words related to Κλείσιμο
Nearest Words of capping
Definitions and Meaning of capping in English
capping (p. pr. & vb. n.)
of Cap
FAQs About the word capping
Κλείσιμο
of Cap
περιοριστικός,περιοριστικός,αποκλεισμός,περιοριστικός,διακράτηση,σύσφιξη,除非,περιγράφοντας,στενεύον,σύναψη σύμβασης
υπερβαίνων,επεκτεινόμενος,διεύρυνση,διεύρυνση,Υπερέκταση,υπεκτίμηση
capper => καπάκι, cappelletti => Κανελόνι, cappella => Κρεματόριο, cappeline => Καπέλο, capped macaque => Μακάκος με λοφίο,