Greek Meaning of pinching
πρέσσα
Other Greek words related to πρέσσα
- προσεκτικός
- φτηνός
- κοντά
- επιθυμητός
- Ταιριαστός
- μέση τιμή
- τσιγκούνης
- αποταμίευση
- εγωιστής
- εφεδρικό
- οικονομικός
- τσιγκούνης
- σφιχτός
- διατήρησης
- επιφυλακτικός
- φθηνός
- τσιγκούνης
- άπληστος
- οικονομικός
- εξοικονόμηση
- λιτός
- αρπαγή
- φειδωλός
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φειδωλός
- φθηνός
- άπορος
- τσιγκούνης
- λιτότητα
- μικρός
- φειδωλός
- φειδωλός
- αναίσθητος
- αγενής
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- πρόθυμος
- απρόθυμα
- φθονερός
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- εχθρικός
- φαγούρα
- μισθοφόρος
- αρπακτικό
- αγανακτισμένος
- φθαρμένος
- οικονομία
- βρώμικος
- λαχτάρα
- αλτρουιστικός
- άφθονα
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- εξωφρενικός
- δωρεάν
- γενναιόδωρος
- όμορφος
- σπάταλος
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- γενναιόδωρος
- άφθονος
- ανιδιοτελής
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ακούραστος
- Ευεργετικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- Ελεύθερο σκίτσο
- φιλόξενος
- ανθρωπιστικός
- παρακαλώ
- γενναιόδωρος
- υπερβολικά γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- άσωτος
- Μαρμέλος
- σπατάλη
- διαλυόμενος
- σπατάλη
- Καλοκάγαθος
- μεγαλόκαρδος
- ειλικρινής
- σπάταλος
- Σπάταλος
- σπατάλη
- σπάταλος
- σπάταλος
- ξοδεύω πολλά χρήματα
Nearest Words of pinching
Definitions and Meaning of pinching in English
pinching (p. pr. & vb. n.)
of Pinch
pinching (a.)
Compressing; nipping; griping; niggardly; as, pinching cold; a pinching parsimony.
FAQs About the word pinching
πρέσσα
of Pinch, Compressing; nipping; griping; niggardly; as, pinching cold; a pinching parsimony.
προσεκτικός,φτηνός,κοντά,επιθυμητός,Ταιριαστός,μέση τιμή,τσιγκούνης,αποταμίευση,εγωιστής,εφεδρικό
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,δωρεάν,γενναιόδωρος,όμορφος,σπάταλος,φιλελεύθερος
pinchgut => τσιγκούνης, pinchfist => Φιλάργυρος, pinchers => τανάλια, pincher => τσιμπίδα, pinchem => τσίμπημα,