Greek Meaning of narrowing
στένωση
Other Greek words related to στένωση
Nearest Words of narrowing
- narrowhead morel => Μορτσέλα με στενό κεφάλι
- narrower => στενότερο
- narrowed => στενό
- narrow-body aircraft => Αεροσκάφος στενής ατράκτου
- narrowbody aircraft => Στενόσωμο αεροσκάφος
- narrow-body => στενόσωμος
- narrow-bodied => στενόκορμο
- narrowboat => Στενόπλοο
- narrow wale => Στενό φάλαινα
- narrow margin => στενό περιθώριο
- narrow-leaf cattail => Κοινό καλάμι
- narrow-leaf penstemon => Πενστέμονας στενόφυλλος
- narrow-leaved bottletree => Στενόφυλλο δέντρο μπουκάλι
- narrow-leaved everlasting pea => Μπιζέλι με στενά φύλλα
- narrow-leaved flame flower => Στενόφυλλο Φλόξ
- narrow-leaved plantain => Στενόφυλλη κολλιτσίδα
- narrow-leaved reedmace => Καλαμόφυλλο το στενόφυλλο
- narrow-leaved spleenwort => Ασπλήνιο το κοινό
- narrow-leaved strap fern => Στενόφυλλη πολυπόδιο
- narrow-leaved water plantain => Στενόφυλλος άλισμα
Definitions and Meaning of narrowing in English
narrowing (n)
an instance of becoming narrow
a decrease in width
the act of making something narrower
narrowing (s)
becoming gradually narrower
(of circumstances) tending to constrict freedom
narrowing (p. pr. & vb. n.)
of Narrow
narrowing (n.)
The act of contracting, or of making or becoming less in breadth or extent.
The part of a stocking which is narrowed.
FAQs About the word narrowing
στένωση
an instance of becoming narrow, a decrease in width, the act of making something narrower, becoming gradually narrower, (of circumstances) tending to constrict
αποκλεισμός,στενεύον,σύναψη σύμβασης,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,μείωση,περιοριστικός,εμποδίζοντας,περιοριστικός
διεύρυνση,υπερβαίνων,επεκτεινόμενος,διεύρυνση
narrowhead morel => Μορτσέλα με στενό κεφάλι, narrower => στενότερο, narrowed => στενό, narrow-body aircraft => Αεροσκάφος στενής ατράκτου , narrowbody aircraft => Στενόσωμο αεροσκάφος,