Greek Meaning of narrower

στενότερο

Other Greek words related to στενότερο

Definitions and Meaning of narrower in English

Webster

narrower (n.)

One who, or that which, narrows or contracts.

FAQs About the word narrower

στενότερο

One who, or that which, narrows or contracts.

αδύνατο,λεπτή,λεπτός,κοντά,συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,επιμηκύνω,επιμήκης,καλό,γραμμικός

Ευρύς,ευρύ,ογκώδης,χοντρός,λίπος,μαζικός,Καθίσματα,γεροδεμένος,κοντόχοντρος,παχύς

narrowed => στενό, narrow-body aircraft => Αεροσκάφος στενής ατράκτου , narrowbody aircraft => Στενόσωμο αεροσκάφος, narrow-body => στενόσωμος, narrow-bodied => στενόκορμο,