Greek Meaning of tightened

σφιχτό

Other Greek words related to σφιχτό

Definitions and Meaning of tightened in English

Webster

tightened (imp. & p. p.)

of Tighten

FAQs About the word tightened

σφιχτό

of Tighten

στερεός,άκαμπτος,άκαμπτος,άκαμπτος,σφιχτός,σφιχτός,χαλαρός,αμετάπειστος,τεταμένος

κρεμαστό,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,γερμένο,ελαστικός,χαλαρός,ευέλικτος,μαλακός

tighten up => σφίγγω, tighten one's belt => Σφίγγω τη ζώνη μου, tighten => σφίγγω, tight money => Περιοριστική νομισματική πολιτική, tight fitting => Στενό,