FAQs About the word tighten one's belt

Σφίγγω τη ζώνη μου

live frugally and use less resources

Τέντωμα,τεταμένος,επιμηκύνω,καταπόνηση,τεντωμένος,σφιγ,συσφίγγω,επιμηκύνω,επεκτείνω

χαλαρώνω,ευκολία,χαλάρωσε,Χαλαρός,χαλαρώνω

tighten => σφίγγω, tight money => Περιοριστική νομισματική πολιτική, tight fitting => Στενό, tight end => Τάιτ εντ, tight => σφιχτός,