FAQs About the word tighter

πιο σφιχτός

A ribbon or string used to draw clothes closer.

κοντά,πυκνό,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,άνετος,παχύς,Αεροστεγής,συμπαγής,Αδιάβροχο

Διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,διαπερατό,ανοικτός

tightening => σύσφιξη, tightener => σφικτήρας, tightened => σφιχτό, tighten up => σφίγγω, tighten one's belt => Σφίγγω τη ζώνη μου,