FAQs About the word soundproof

ηχομονωτικό

insulate against noise, impervious to, or not penetrable by, sound

Αεροστεγής,ερμητικός,αδιαφανές,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,συμπαγής,πυκνό,ερμητικός,αδιαπέραστο,Αδιάβροχο

Διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,διαπερατό,ανοικτός

soundness => υγεία, soundman => Ηχολήπτης, soundly => γερά, soundlessness => Σιωπή, soundlessly => αθόρυβα,