Greek Meaning of lightproof
αδιαφανές
Other Greek words related to αδιαφανές
Nearest Words of lightproof
Definitions and Meaning of lightproof in English
lightproof (s)
not penetrable by light
FAQs About the word lightproof
αδιαφανές
not penetrable by light
Αεροστεγής,ερμητικός,Αδιάβροχο,ηχομονωτικό,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,συμπαγής,πυκνό,ερμητικός,αδιαπέραστο
Διαπερατό,διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,ανοικτός
light-o'-love => ελαφρόμυαλη, light-of-love => Φως της αγάπης, lightning rod => αλεξικέραυνο, lightning hurler => Κεραυνοβόλος, lightning conductor => αλεξικέραυνο,