FAQs About the word lightproof

αδιαφανές

not penetrable by light

Αεροστεγής,ερμητικός,Αδιάβροχο,ηχομονωτικό,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,συμπαγής,πυκνό,ερμητικός,αδιαπέραστο

Διαπερατό,διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,ανοικτός

light-o'-love => ελαφρόμυαλη, light-of-love => Φως της αγάπης, lightning rod => αλεξικέραυνο, lightning hurler => Κεραυνοβόλος, lightning conductor => αλεξικέραυνο,