Greek Meaning of airtight

Αεροστεγής

Other Greek words related to Αεροστεγής

Definitions and Meaning of airtight in English

Wordnet

airtight (s)

having no weak points

not allowing air or gas to pass in or out

FAQs About the word airtight

Αεροστεγής

having no weak points, not allowing air or gas to pass in or out

πυκνό,ερμητικός,Αδιάβροχο,Αδιάβροχο,συμπαγής,ερμητικός,άνετος,ηχομονωτικό,παχύς,αδιάβροχο

Διαπερατό,διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,διαρροή,Διαπεραστός,ανοικτός

airt => Αέρας, airstrip => Αεροδιάδρομος, airstream => ρεύμα αέρα, airspeed => Ταχύτητα πτήσης, airspace => Εναέριος χώρος,