Greek Meaning of leakproof
Αδιάβροχο
Other Greek words related to Αδιάβροχο
Nearest Words of leakproof
Definitions and Meaning of leakproof in English
leakproof (s)
not subject to leaks
FAQs About the word leakproof
Αδιάβροχο
not subject to leaks
αμετάβλητος,αδιάβροχο,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,μη απορροφητικό,Μη πορώδες,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,υδατοαπωθητικό,ανθεκτικό στο νερό
πορώδης,απορροφητικός,διαρροή
leaking => διαρροή, leakiness => διαρροή, leakey => διαρροή, leaker => διαρροή, leaked => διαρρευμένος,