FAQs About the word leakproof

Αδιάβροχο

not subject to leaks

αμετάβλητος,αδιάβροχο,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,μη απορροφητικό,Μη πορώδες,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,υδατοαπωθητικό,ανθεκτικό στο νερό

πορώδης,απορροφητικός,διαρροή

leaking => διαρροή, leakiness => διαρροή, leakey => διαρροή, leaker => διαρροή, leaked => διαρρευμένος,