Greek Meaning of weatherproof

ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες

Other Greek words related to ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες

Definitions and Meaning of weatherproof in English

Wordnet

weatherproof (v)

make resistant to bad weather

Wordnet

weatherproof (s)

able to withstand exposure to weather without damage

Webster

weatherproof (a.)

Proof against rough weather.

FAQs About the word weatherproof

ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες

make resistant to bad weather, able to withstand exposure to weather without damageProof against rough weather.

Αδιάβροχο,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,Αδιάβροχο,αμετάβλητος,ανθεκτικό στο νερό,αδιάβροχο,μη απορροφητικό,αδιάβροχο,υδατοαπωθητικό

πορώδης,απορροφητικός,διαρροή

weathermost => η πιο εκτεθειμένη στον καιρό πλευρά, weatherman => μετεωρολόγος, weatherliness => αντοχή στις καιρικές συνθήκες, weathering => αποσάθρωση, weatherglass => Bαρόμετρο,