Greek Meaning of staunch

αμετάβλητος

Other Greek words related to αμετάβλητος

Definitions and Meaning of staunch in English

Wordnet

staunch (v)

stop the flow of a liquid

Wordnet

staunch (s)

firm and dependable especially in loyalty

FAQs About the word staunch

αμετάβλητος

stop the flow of a liquid, firm and dependable especially in loyalty

ευλαβής,πιστός,σταθερός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,σταθερά,αφιερωμένος,αφοσιωμένος,πιστός,γρήγορος,φλογερό

Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,διστακτικός,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,δειλός,προδοτικός,ύπουλος

statutory offense => παράβαση, statutory offence => Ποινικό αδίκημα, statutory law => θετικό δίκαιο, statutory => νομικός, statutorily => κανονικά,