Greek Meaning of statutory
νομικός
Other Greek words related to νομικός
Nearest Words of statutory
Definitions and Meaning of statutory in English
statutory (a)
relating to or created by statutes
statutory (s)
prescribed or authorized by or punishable under a statute
FAQs About the word statutory
νομικός
relating to or created by statutes, prescribed or authorized by or punishable under a statute
συνταγματικός,κατάλληλος,κανονισμός,επιτρεπόμενο,εξουσιοδοτημένος,de jure,αθώος,μόνο,δικαιολογημένος,νόμιμος
κακός,εγκληματίας,κακός,ένοχος,παράνομος,νόθος,παράνομος,παράνομος,λάθος,εσφαλμένος
statutorily => κανονικά, statute title => Τίτλος νόμου, statute of limitations => παραγραφή., statute mile => Στατιστικό μίλι, statute law => Γραπτός νόμος,