Greek Meaning of illicit
παράνομος
Other Greek words related to παράνομος
- εγκληματίας
- παράνομος
- παράνομος
- Εγκληματίας
- απαγορευμένος
- νόθος
- ανήθικος
- παράνομος
- απαγορευμένος
- μη εξουσιοδοτημένος
- εσφαλμένος
- κακός
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- χρεωστικός
- κατηγορητέος
- Μαϊμού
- άξιος μομφής
- λαθραίο εμπόρευμα
- απαγορεύεται
- αποθαρρυμένος
- κακός
- απαγορευμένο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένη
- κατακριτέος
- αμαρτωλός
- κάτω από τον πάγκο
- κάτω από το τραπέζι
- ανήθικος
- χωρίς άδεια
- Ασυνείδητος
- μη εγκεκριμένο
- Αδίστακτος
- κακός
- κακός
- λάθος
- εγκληματικοποιημένο
Nearest Words of illicit
- illiberalness => μη φιλελευθερισμός
- illiberally => αντιφιλελεύθερα
- illiberalizing => μη απελευθερωτικός
- illiberalized => μη φιλελευθεροποιημένο
- illiberalize => αντιφιλελευθεροποίηση
- illiberality => απουσία φιλελευθερισμού
- illiberalism => αντιφιλελευθερισμός
- illiberal => Αντιφιλελεύθερος
- ill-humoured => κακότροπος
- ill-humored => Κακόκεφος
Definitions and Meaning of illicit in English
illicit (a)
contrary to accepted morality (especially sexual morality) or convention
illicit (s)
contrary to or forbidden by law
illicit (a.)
Not permitted or allowed; prohibited; unlawful; as, illicit trade; illicit intercourse; illicit pleasure.
FAQs About the word illicit
παράνομος
contrary to accepted morality (especially sexual morality) or convention, contrary to or forbidden by lawNot permitted or allowed; prohibited; unlawful; as, ill
εγκληματίας,παράνομος,παράνομος,Εγκληματίας,απαγορευμένος,νόθος,ανήθικος,παράνομος,απαγορευμένος,μη εξουσιοδοτημένος
ηθικός,καλός,νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος,επιτρεπτός,δεξιά,δίκαιος,ενάρετος,εγκρίθηκε
illiberalness => μη φιλελευθερισμός, illiberally => αντιφιλελεύθερα, illiberalizing => μη απελευθερωτικός, illiberalized => μη φιλελευθεροποιημένο, illiberalize => αντιφιλελευθεροποίηση,