Greek Meaning of illicitness
παράνομο
Other Greek words related to παράνομο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of illicitness
- illicitly => παράνομα
- illicit => παράνομος
- illiberalness => μη φιλελευθερισμός
- illiberally => αντιφιλελεύθερα
- illiberalizing => μη απελευθερωτικός
- illiberalized => μη φιλελευθεροποιημένο
- illiberalize => αντιφιλελευθεροποίηση
- illiberality => απουσία φιλελευθερισμού
- illiberalism => αντιφιλελευθερισμός
- illiberal => Αντιφιλελεύθερος
Definitions and Meaning of illicitness in English
illicitness (n)
the quality of not conforming strictly to law
FAQs About the word illicitness
παράνομο
the quality of not conforming strictly to law
No synonyms found.
No antonyms found.
illicitly => παράνομα, illicit => παράνομος, illiberalness => μη φιλελευθερισμός, illiberally => αντιφιλελεύθερα, illiberalizing => μη απελευθερωτικός,