Greek Meaning of contraband
λαθραίο εμπόρευμα
Other Greek words related to λαθραίο εμπόρευμα
- απαγορευμένος
- παράνομος
- απαγορευμένος
- Παρεμπορίου
- μη εξουσιοδοτημένος
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- εγκληματικοποιημένο
- απαγορεύεται
- παράνομος
- ακατάλληλος
- απαγορευμένο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένη
- Μη εγκεκριμένο
- χωρίς άδεια
- Μαϊμού
- εγκληματίας
- αποθαρρυμένος
- Εγκληματίας
- κάτω από τον πάγκο
- κάτω από το τραπέζι
- παράνομος
- μη εγκεκριμένο
- εσφαλμένος
Nearest Words of contraband
- contra danse => Αντάμωμα
- contra => ενάντια
- contour sheet => Χάρτης ισοϋψών
- contour map => Χάρτης περιγραμμάτων
- contour line => Υψομετρική καμπύλη
- contour language => Γλώσσα με τόνους
- contour feather => φτερό περιγράμματος
- contour => περίγραμμα
- contortions => στρεβλώσεις
- contortionist => Ακροβάτης που στρίβει το σώμα του
- contrabandist => λαθρέμπορος
- contrabass => κοντραμπάσο
- contrabassoon => Κοντραμπάσο
- contraception => Αντισύλληψη
- contraceptive => αντισυλληπτικά
- contraceptive device => Αντισυλληπτικό
- contraceptive diaphragm => Διάφραγμα
- contraceptive method => μέθοδος αντισύλληψης
- contraceptive pill => αντισυλληπτικό χάπι
- contraclockwise => Αντίθετα προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού
Definitions and Meaning of contraband in English
contraband (n)
goods whose importation or exportation or possession is prohibited by law
contraband (s)
distributed or sold illicitly
FAQs About the word contraband
λαθραίο εμπόρευμα
goods whose importation or exportation or possession is prohibited by law, distributed or sold illicitly
απαγορευμένος,παράνομος,απαγορευμένος,Παρεμπορίου,μη εξουσιοδοτημένος,απαγορευμένο,αποκλεισμένος,εγκληματικοποιημένο,απαγορεύεται,παράνομος
εξουσιοδοτημένος,αδειοδοτημένος,επιτρεπτός,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,Σωστό,ενέκρινε,νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος
contra danse => Αντάμωμα, contra => ενάντια, contour sheet => Χάρτης ισοϋψών, contour map => Χάρτης περιγραμμάτων, contour line => Υψομετρική καμπύλη,