Greek Meaning of endorsed
ενέκρινε
Other Greek words related to ενέκρινε
Nearest Words of endorsed
Definitions and Meaning of endorsed in English
endorsed (imp. & p. p.)
of Endorse
FAQs About the word endorsed
ενέκρινε
of Endorse
αποδεκτός,πιστοποιημένο,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,αδειοδοτημένος,εντάξει,επιτρεπτός,κυρώσεις,επιτρεπόμενο,νόμιμος
αποκλεισμένος,αρνηθεί,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απαράδεκτο
endorse => Εγκρίνει, endorphin => Ενδορφίνη, endorhizous => ενδοφυτικός, endorhizal => ενδομυκόρριζα, endorhizae => ενδομύκορριζες,