Greek Meaning of vetoed
άσκησε βέτο
Other Greek words related to άσκησε βέτο
- απορριφθείς
- απορριπτόμενος
- ακυρώθηκε
- απαγορεύεται
- αποδοκιμασμένος
- αποθαρρυμένος
- Εξαιρούμενος
- αξιόμεμπτος
- καταπιεσμένος
- σταμάτησε
- καταπιεσμένη
- μη εγκεκριμένο
- αποκλείστηκε
- εμπόδισε
- αποκλεισμένο
- παρεμποδισμένος
- παράνομος
- παράνομος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ανέκφραστος
- εμπόδισαν
- αποκλείω
- μη εξουσιοδοτημένος
- παράνομος
- ανεκλεκτός
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- αποκλείστηκε
- αποδεκτός
- αποδεκτό
- πιστοποιημένο
- επιτρεπόμενο
- επιτρεπόμενο
- κατάλληλος
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενέκρινε
- υποφερτός
- νόμιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- αδειοδοτημένος
- εντάξει
- εντάξει
- επιτρεπτός
- επιτρεπτικό
- επιτρεπτός
- κυρώσεις
- ανεκτός
- ενθάρρυνε
- χορηγήθηκε
- εγκεκριμένος
- Υποχρεωτικό
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
- ανεκτός
- κατάλληλος
- υποστηριζόμενος
- εγγυημένος
- διέταξε
- προαγόμενος
- παραχωρημένο
- ανεχόμενος
- κατάλληλος
- πρέπουσα
- ανεκτή
- αναντίρρητος
- vouchsafed
- Αντιληπτό
- ανέχθηκε
Nearest Words of vetoed
- veto => βέτο
- vetluga river => Ποταμός Βετλούγκα
- vetiver => βετιβέρ
- veterinary surgeon => Κτηνίατρος
- veterinary school => Κτηνιατρική σχολή
- veterinary medicine => Κτηνιατρική
- veterinary => κτηνιατρικός
- veterinarian => κτηνίατρος
- veterans of foreign wars => Βετεράνοι ξένων πολέμων
- veterans' day => Ημέρα των ενόπλων δυνάμεων
Definitions and Meaning of vetoed in English
vetoed (imp. & p. p.)
of Veto
FAQs About the word vetoed
άσκησε βέτο
of Veto
απορριφθείς,απορριπτόμενος,ακυρώθηκε,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,αποθαρρυμένος,Εξαιρούμενος,αξιόμεμπτος,καταπιεσμένος,σταμάτησε
αποδεκτός,αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ανεκτός,πιστοποιημένο
veto => βέτο, vetluga river => Ποταμός Βετλούγκα, vetiver => βετιβέρ, veterinary surgeon => Κτηνίατρος, veterinary school => Κτηνιατρική σχολή,