Greek Meaning of vetoed

άσκησε βέτο

Other Greek words related to άσκησε βέτο

Definitions and Meaning of vetoed in English

Webster

vetoed (imp. & p. p.)

of Veto

FAQs About the word vetoed

άσκησε βέτο

of Veto

απορριφθείς,απορριπτόμενος,ακυρώθηκε,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,αποθαρρυμένος,Εξαιρούμενος,αξιόμεμπτος,καταπιεσμένος,σταμάτησε

αποδεκτός,αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ανεκτός,πιστοποιημένο

veto => βέτο, vetluga river => Ποταμός Βετλούγκα, vetiver => βετιβέρ, veterinary surgeon => Κτηνίατρος, veterinary school => Κτηνιατρική σχολή,