Greek Meaning of unobjectionable

αναντίρρητος

Other Greek words related to αναντίρρητος

Definitions and Meaning of unobjectionable in English

Wordnet

unobjectionable (a)

(of behavior or especially language) free from objectionable elements; fit for all observers

Wordnet

unobjectionable (s)

not causing disapproval

not objectionable

FAQs About the word unobjectionable

αναντίρρητος

(of behavior or especially language) free from objectionable elements; fit for all observers, not causing disapproval, not objectionable

Σωστό,ηθικός,ενδεικτικό,καλός,ειλικρινής,έντιμος,άμωμος,αθώος,ακίνδυνος,νόμιμος

κατευνασμένος,εκφυλισμένος,διεστραμμένος,διεφθαρμένος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,απρεπής,άτακτος,αξιόμεμπτος,διεστραμμένος

unobedient => ανυπάκουος, unobedience => ανυπακοή, unnun => ούνουν, unnumerable => αναρίθμητος, unnumbered => αριθμημένη,