Greek Meaning of unobstructed

ανεμπόδιστος

Other Greek words related to ανεμπόδιστος

Definitions and Meaning of unobstructed in English

Wordnet

unobstructed (a)

free from impediment or obstruction or hindrance

FAQs About the word unobstructed

ανεμπόδιστος

free from impediment or obstruction or hindrance

σαφής,ξεκαθαρισμένο,πλωτός,ανοιχτό,αδειασμένος,άδειος,δωρεάν,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός,ξεκλείδωτο

αποκλεισμένο,βουλωμένο,Κλειστό,απροσπέλαστος,εμπόδισαν,συνδεδεμένο,κλείνω,σταμάτησε,μη εκκαθαρισμένος,στενός

unobserved fire => Ασύλληπτη πυρκαγιά, unobserved => απαρατήρητος, unobservant => απρόσεκτος, unobservance => παράβαση, unobservable => αθέατος,