Greek Meaning of navigable

πλωτός

Other Greek words related to πλωτός

Definitions and Meaning of navigable in English

Wordnet

navigable (s)

able to be sailed on or through safely

Webster

navigable (a.)

Capable of being navigated; deep enough and wide enough to afford passage to vessels; as, a navigable river.

FAQs About the word navigable

πλωτός

able to be sailed on or through safelyCapable of being navigated; deep enough and wide enough to afford passage to vessels; as, a navigable river.

σαφής,ξεκαθαρισμένο,Διαπραγματεύσιμο,ικανοποιητικός,ανοιχτό,ανεμπόδιστος,δωρεάν,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός,ασταμάτητος

αποκλεισμένο,συνωστισμένος,απροσπέλαστος,απέραστο,πνιγμένος,βουλωμένο,Κλειστό,φράχθηκε,μαρμελάδα,εμπόδισαν

navigability => πλωτότητα, navies => ναυτικά, navicular => σκαφοειδές, navew => Σουηδία, navelwort => ομφαλόχορτο,