Greek Meaning of unpassable

αδιάβατο

Other Greek words related to αδιάβατο

Definitions and Meaning of unpassable in English

Wordnet

unpassable (a)

incapable of being passed

Webster

unpassable (a.)

Impassable.

FAQs About the word unpassable

αδιάβατο

incapable of being passedImpassable.

απροσπέλαστος,απέραστο,αποκλεισμένο,πνιγμένος,βουλωμένο,συνωστισμένος,εμπόδισαν,σταμάτησε,μη διαπραγματεύσιμο,αποκλεισμένος

πλωτός,Διαπραγματεύσιμο,ικανοποιητικός,σαφής,ξεκαθαρισμένο,δωρεάν,ανοιχτό,ανεμπόδιστος,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός

unpartitioned => αδιαιρεμένο, unpartial => αμερόληπτος, unparliamentary => αντι-κοινοβουλευτικό, unparented => απαιδιάριστος, unpardonably => ασυγχώρητα,