Greek Meaning of negotiable
Διαπραγματεύσιμο
Other Greek words related to Διαπραγματεύσιμο
Nearest Words of negotiable
- negotiable instrument => Διαπραγματεύσιμο μέσο
- negotiant => έμπορος
- negotiate => Διαπραγματεύομαι
- negotiated => διαπραγματευμένος
- negotiating => διαπραγμάτευση
- negotiation => διαπραγμάτευση
- negotiator => διαπραγματευτής
- negotiatory => διαπραγματευτικός
- negotiatress => διαπραγματευτής
- negotiatrix => διαπραγματευτής
Definitions and Meaning of negotiable in English
negotiable (s)
capable of being passed or negotiated
able to be negotiated or arranged by compromise
legally transferable to the ownership of another
negotiable (a.)
Capable of being negotiated; transferable by assigment or indorsement to another person; as, a negotiable note or bill of exchange.
FAQs About the word negotiable
Διαπραγματεύσιμο
capable of being passed or negotiated, able to be negotiated or arranged by compromise, legally transferable to the ownership of anotherCapable of being negotia
πλωτός,σαφής,ξεκαθαρισμένο,ικανοποιητικός,ανεμπόδιστος,δωρεάν,ανοιχτό,Ξεβουλωμένο,ανοιχτός,ασταμάτητος
αποκλεισμένο,Κλειστό,συνωστισμένος,απροσπέλαστος,απέραστο,σταμάτησε,μη διαπραγματεύσιμο,πνιγμένος,βουλωμένο,φράχθηκε
negotiability => διαπραγματευσιμότητα, negociate => διαπραγματεύομαι, negoce => εμπόριο, negligible => αμελητέος, negligently => απρόσεκτα,