Greek Meaning of congested
συνωστισμένος
Other Greek words related to συνωστισμένος
- βουλωμένο
- γεμάτο
- υπερχειλίζων
- υπερπλήρης
- Υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- κορεσμένος
- υπερπλήρης
- γεμάτο
- υπερχειλής
- εξογκωμένος
- έκρηξη
- πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- βόμβος
- γεμάτο
- γεμάτος
- βόμβος
- μαρμελάδα
- κατάμεστος
- ζωηρός
- φορτωμένο
- συσκευασμένο
- Γεμιστό
- γεμάτο
- χορτάτος
- άφθονος
- ζωντανός
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- πλημμυρισμένος
- λίπος
- FLUSH
- φορτωμένος
- γεμάτος
- χάλια
- πλήρης
- διαδεδομένος
- σφύζων
- παχύς
- θρόισμα
- σμήνος
Nearest Words of congested
- congest => συσσωρεύω
- congeries => συνονθύλευμα
- conger eel => Μύραινα
- conger => συναγρίδα
- congenital pancytopenia => Συγγενής πανκυτταροπενία
- congenital megacolon => Συγγενής μεγακόλων
- congenital heart defect => Συγγενής καρδιοπάθεια
- congenital disorder => συγγενής διαταραχή
- congenital disease => Συγγενής ασθένεια
- congenital defect => Συγγενές ελάττωμα
Definitions and Meaning of congested in English
congested (s)
overfull as with blood
FAQs About the word congested
συνωστισμένος
overfull as with blood
βουλωμένο,γεμάτο,υπερχειλίζων,υπερπλήρης,Υπερφορτωμένος,υπερφορτωμένος,υπερφορτωμένος,κορεσμένος,υπερπλήρης,γεμάτο
Γυμνός,άγονο,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,σκληρός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής,εξαντλημένος
congest => συσσωρεύω, congeries => συνονθύλευμα, conger eel => Μύραινα, conger => συναγρίδα, congenital pancytopenia => Συγγενής πανκυτταροπενία,