Greek Meaning of congestion
Συνωστισμός
Other Greek words related to Συνωστισμός
Nearest Words of congestion
- congested => συνωστισμένος
- congest => συσσωρεύω
- congeries => συνονθύλευμα
- conger eel => Μύραινα
- conger => συναγρίδα
- congenital pancytopenia => Συγγενής πανκυτταροπενία
- congenital megacolon => Συγγενής μεγακόλων
- congenital heart defect => Συγγενής καρδιοπάθεια
- congenital disorder => συγγενής διαταραχή
- congenital disease => Συγγενής ασθένεια
Definitions and Meaning of congestion in English
congestion (n)
excessive accumulation of blood or other fluid in a body part
excessive crowding
FAQs About the word congestion
Συνωστισμός
excessive accumulation of blood or other fluid in a body part, excessive crowding
κυκλοφοριακό κομφούζιο,κυκλοφορία,καθυστέρηση,κλειδαριά,επιβράδυνση,διακοπή,στενόχωρο πέρασμα,σέρνομαι,μαρμελάδα,μποτιλιάρισμα
No antonyms found.
congested => συνωστισμένος, congest => συσσωρεύω, congeries => συνονθύλευμα, conger eel => Μύραινα, conger => συναγρίδα,