Greek Meaning of congestive heart failure
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Other Greek words related to Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of congestive heart failure
- congestive => συμφωρητικός
- congestion => Συνωστισμός
- congested => συνωστισμένος
- congest => συσσωρεύω
- congeries => συνονθύλευμα
- conger eel => Μύραινα
- conger => συναγρίδα
- congenital pancytopenia => Συγγενής πανκυτταροπενία
- congenital megacolon => Συγγενής μεγακόλων
- congenital heart defect => Συγγενής καρδιοπάθεια
Definitions and Meaning of congestive heart failure in English
congestive heart failure (n)
inability to pump enough blood to avoid congestion in the tissues
FAQs About the word congestive heart failure
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
inability to pump enough blood to avoid congestion in the tissues
No synonyms found.
No antonyms found.
congestive => συμφωρητικός, congestion => Συνωστισμός, congested => συνωστισμένος, congest => συσσωρεύω, congeries => συνονθύλευμα,