Greek Meaning of gridlock

κυκλοφοριακό κομφούζιο

Other Greek words related to κυκλοφοριακό κομφούζιο

Definitions and Meaning of gridlock in English

Wordnet

gridlock (n)

a traffic jam so bad that no movement is possible

FAQs About the word gridlock

κυκλοφοριακό κομφούζιο

a traffic jam so bad that no movement is possible

αδιέξοδο,σταματώ,Αδιέξοδο,στασιμότητα,Δίλημμα,μαρμελάδα,μπλοκάρισμα,Μεξικάνικο αδιέξοδο,αδιέξοδο,Νεκρό σημείο

σαφής,δωρεάν,κούφιο (μέσα),ανοίγω,ξεβουλώνω,ξεβιδώνω,άδειος,ανασκάπτω,ανοίγω,σκαλίζω (έξω)

gridiron-tailed lizard => σαύρα με ουρά σχάρας, gridiron => Γρίλια, griding => λείανση, gridelin => γκρίζος, grided => καρό,