Greek Meaning of plight
δεινό
Other Greek words related to δεινό
- άγχος
- Ενόχληση
- αδιέξοδο
- προσβολή
- επιδείνωση
- Ενόχληση
- ενοχλώ
- τρομακτικό
- Βάρος
- δυσφορία
- Εκνευρισμός
- απογοήτευση
- Τρίχινο πουκάμισο
- πονοκέφαλος
- προσβολή
- ερεθίζω
- Ερεθιστικό
- απειλή
- ενόχληση
- αδίκημα
- εκνευρισμός
- παράσιτο
- Τρύπημα βελόνας
- πανούκλα
- Τρίβω
- Ρούχο
- Αγκάθι
- θλίψη
- πρόβλημα
- αναστατωμένος
- εκνευρισμός
- ανησυχία
- τσίμπημα ψύλλου
- δυστυχία
- επιθετικότητα
- Αλμπατρος
- ενόχληση
- σταυρός
- Κατάρα
- Ενοχλητικός
- κλείνω
- Ενοχλητικός
- φασαρία
- μυλόπετρα
- σκανταλιά
- παραβάτης
- παράπτωμα
- Ενοχλητικό κατοικίδιο
- πονεμένος
- δίκη
Nearest Words of plight
Definitions and Meaning of plight in English
plight (n)
a situation from which extrication is difficult especially an unpleasant or trying one
a solemn pledge of fidelity
plight (v)
give to in marriage
promise solemnly and formally
plight ()
imp. & p. p. of Plight, to pledge.
imp. & p. p. of Pluck.
plight (v. t.)
To weave; to braid; to fold; to plait.
plight (n.)
A network; a plait; a fold; rarely a garment.
That which is exposed to risk; that which is plighted or pledged; security; a gage; a pledge.
Condition; state; -- risk, or exposure to danger, often being implied; as, a luckless plight.
To pledge; to give as a pledge for the performance of some act; as, to plight faith, honor, word; -- never applied to property or goods.
To promise; to engage; to betroth.
FAQs About the word plight
δεινό
a situation from which extrication is difficult especially an unpleasant or trying one, a solemn pledge of fidelity, give to in marriage, promise solemnly and f
άγχος,Ενόχληση,αδιέξοδο,προσβολή,επιδείνωση,Ενόχληση,ενοχλώ,τρομακτικό,Βάρος,δυσφορία
χαρά,ευχαρίστηση,ευχαρίστηση
pliform => διπλωμένο, pliers => πένσα, plier => πένσα, plied => διπλωμένα, plicidentine => πλεκτοδεντίνη,