Greek Meaning of thorn
Αγκάθι
Other Greek words related to Αγκάθι
- απογοήτευση
- πονοκέφαλος
- Ερεθιστικό
- ενόχληση
- Τρίβω
- επιδείνωση
- Ενόχληση
- ενοχλώ
- τρομακτικό
- Βάρος
- Κατάρα
- δυσφορία
- Εκνευρισμός
- Τρίχινο πουκάμισο
- Ενόχληση
- προσβολή
- ερεθίζω
- απειλή
- αδίκημα
- εκνευρισμός
- παράσιτο
- Ρούχο
- δίκη
- εκνευρισμός
- ανησυχία
- δυστυχία
- προσβολή
- επιθετικότητα
- Αλμπατρος
- ενοχλητικός
- άγχος
- ενόχληση
- σταυρός
- Ενοχλητικός
- κλείνω
- Ενοχλητικός
- φασαρία
- μυλόπετρα
- παραβάτης
- παράπτωμα
- Ενοχλητικό κατοικίδιο
- Τρύπημα βελόνας
- πανούκλα
- δεινό
- αδιέξοδο
- πονεμένος
- θλίψη
- πρόβλημα
- αναστατωμένος
- τσίμπημα ψύλλου
Nearest Words of thorn
Definitions and Meaning of thorn in English
thorn (n)
something that causes irritation and annoyance
a small sharp-pointed tip resembling a spike on a stem or leaf
a Germanic character of runic origin
thorn (n.)
A hard and sharp-pointed projection from a woody stem; usually, a branch so transformed; a spine.
Any shrub or small tree which bears thorns; especially, any species of the genus Crataegus, as the hawthorn, whitethorn, cockspur thorn.
Fig.: That which pricks or annoys as a thorn; anything troublesome; trouble; care.
The name of the Anglo-Saxon letter /, capital form /. It was used to represent both of the sounds of English th, as in thin, then. So called because it was the initial letter of thorn, a spine.
thorn (v. t.)
To prick, as with a thorn.
FAQs About the word thorn
Αγκάθι
something that causes irritation and annoyance, a small sharp-pointed tip resembling a spike on a stem or leaf, a Germanic character of runic originA hard and s
απογοήτευση,πονοκέφαλος,Ερεθιστικό,ενόχληση,Τρίβω,επιδείνωση,Ενόχληση,ενοχλώ,τρομακτικό,Βάρος
χαρά,ευχαρίστηση,ευχαρίστηση
thorium-228 => θόριο-228, thorium => θόριο, thorite => Θορίτης, thoric => θωρακικός, thoriated => | θοριασμένο |,