Greek Meaning of pet peeve

Ενοχλητικό κατοικίδιο

Other Greek words related to Ενοχλητικό κατοικίδιο

Definitions and Meaning of pet peeve in English

Wordnet

pet peeve (n)

an opportunity for complaint that is seldom missed

FAQs About the word pet peeve

Ενοχλητικό κατοικίδιο

an opportunity for complaint that is seldom missed

ανησυχία,τρομακτικό,απογοήτευση,Τρίχινο πουκάμισο,πονοκέφαλος,Ενόχληση,ερεθίζω,Ερεθιστικό,ενόχληση,εκνευρισμός

χαρά,ευχαρίστηση,ευχαρίστηση

pet name => Υποκοριστικό, pet food => Τροφή για κατοικίδια, pet => Κατοικίδιο, pesto => Πέστο, pestling => γουδοχέρι,