Greek Meaning of insult
προσβολή
Other Greek words related to προσβολή
- ταπείνωση
- αδίκημα
- Εξοργισμός
- σαρκασμός
- προσβολή
- γένι
- τούβλο
- κριτική
- βέλος
- δις
- ατίμωση
- προσβάλλω
- επίθετο
- όνομα
- παράπτωμα
- προσωπικότητα
- τσιμπάω
- βάλω κάτω
- ντροπή
- Χαστούκι
- ελαφρύ
- ασαφές
- ειρωνεία
- Κακοποίηση
- σφύριγμα
- κόβω
- σκάβω
- αποδοκιμασία
- ντροπή
- κοροϊδία
- ζώνω
- ύβρις
- κοροϊδεύω
- σούστα
- χτυπάω
- κοροϊδεύω
- όνειδος
- αστείο
- μειδίαμα
- σάρωση
- μαρτύριο
- Βασανιστήρια
- Βρισιά
Nearest Words of insult
- insulse => Ανιαρός
- insulous => απρόσιτος
- insulite => Μόνωση
- insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1
- insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας
- insulin shock therapy => Θεραπεία με ηλεκτροσόκ και ινσουλίνη
- insulin shock => Υπογλυκαιμικό κώμα
- insulin reaction => Αντίδραση στην ινσουλίνη
- insulin => ινσουλίνη
- insulator => Μόνωση
Definitions and Meaning of insult in English
insult (n)
a rude expression intended to offend or hurt
a deliberately offensive act or something producing the effect of deliberate disrespect
insult (v)
treat, mention, or speak to rudely
insult (v. t.)
The act of leaping on; onset; attack.
Gross abuse offered to another, either by word or act; an act or speech of insolence or contempt; an affront; an indignity.
To leap or trample upon; to make a sudden onset upon.
To treat with abuse, insolence, indignity, or contempt, by word or action; to abuse; as, to call a man a coward or a liar, or to sneer at him, is to insult him.
insult (v. i.)
To leap or jump.
To behave with insolence; to exult.
FAQs About the word insult
προσβολή
a rude expression intended to offend or hurt, a deliberately offensive act or something producing the effect of deliberate disrespect, treat, mention, or speak
ταπείνωση,αδίκημα,Εξοργισμός,σαρκασμός,προσβολή,γένι,τούβλο,κριτική,βέλος,δις
επαίνους,κομπλιμέντο,Έπαινος,εκδήλωση θαυμασμού,τιμή,χειροκροτήματα,κολακεία,κολακεία
insulse => Ανιαρός, insulous => απρόσιτος, insulite => Μόνωση, insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1, insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας,