Greek Meaning of insulse
Ανιαρός
Other Greek words related to Ανιαρός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of insulse
- insulous => απρόσιτος
- insulite => Μόνωση
- insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1
- insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας
- insulin shock therapy => Θεραπεία με ηλεκτροσόκ και ινσουλίνη
- insulin shock => Υπογλυκαιμικό κώμα
- insulin reaction => Αντίδραση στην ινσουλίνη
- insulin => ινσουλίνη
- insulator => Μόνωση
- insulation => Μόνωση
Definitions and Meaning of insulse in English
insulse (a.)
Insipid; dull; stupid.
FAQs About the word insulse
Ανιαρός
Insipid; dull; stupid.
No synonyms found.
No antonyms found.
insulous => απρόσιτος, insulite => Μόνωση, insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1, insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας, insulin shock therapy => Θεραπεία με ηλεκτροσόκ και ινσουλίνη,