Greek Meaning of insuperable
ανυπέρβλητος
Other Greek words related to ανυπέρβλητος
Nearest Words of insuperable
- insuperably => αξεπέραστα
- insupportable => αβάσταχτος
- insupposable => απίθανο
- insuppressible => καταπιεστικός
- insuppressive => μη κατασταλτικός
- insurability => ασφαλισιμότητα
- insurable => ασφαλίσιμος
- insurable interest => Ασφαλίσιμο συμφέρον
- insurance => ασφάλιση
- insurance agent => Ασφαλιστικός πράκτορας
Definitions and Meaning of insuperable in English
insuperable (s)
impossible to surmount
incapable of being surmounted or excelled
insuperable (a.)
Incapable of being passed over or surmounted; insurmountable; as, insuperable difficulties.
FAQs About the word insuperable
ανυπέρβλητος
impossible to surmount, incapable of being surmounted or excelledIncapable of being passed over or surmounted; insurmountable; as, insuperable difficulties.
απόρθητος,αδάμαστος,ανυπέρβλητος,Ανίκητος,άτρωτος,ανίκητος,ακαταμάχητος,ασταμάτητο,Θωρακισμένος,αλεξίσφαιρος
υπεύθυνος,ανοιχτό,ξεπεραστός, υπερβάσιμος,ευαίσθητος,Επικίνδυνος,νικήσιμος,ευάλωτος,εκτεθειμένο,ανήμπορος,Ανασφαλής
insuperability => ακαταμάχητος, insume => περιλαμβάνω, insultment => προσβολή, insultingly => προσβλητικά, insulting => προσβλητικός,