Greek Meaning of shielded
προστατευμένος
Other Greek words related to προστατευμένος
Nearest Words of shielded
Definitions and Meaning of shielded in English
shielded (s)
(used especially of machinery) protected by a shield to prevent injury
shielded (imp. & p. p.)
of Shield
FAQs About the word shielded
προστατευμένος
(used especially of machinery) protected by a shield to prevent injuryof Shield
υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,ασφαλισμένος,προστατευμένο,ασφαλής,αλεξίσφαιρος,υπερασπίσιμος,αμυντικός,απόρθητος
εκτεθειμένο,αμυντικός,υπεύθυνος,ανοιχτό,ευαίσθητος,Ασυνόδευτος,αβίωτος,ευάλωτος,ανυπεράσπιστος,ανήμπορος
shielddrake => Νούφαρο, shield-bearer => Ασπιδονόρος, shield of david => αστέρι του Δαυίδ, shield fern => Ασπιδόπτερις, shield => ασπίδα,