Greek Meaning of assailable

αμφισβητήσιμος

Other Greek words related to αμφισβητήσιμος

Definitions and Meaning of assailable in English

Wordnet

assailable (s)

not defended or capable of being defended

Webster

assailable (a.)

Capable of being assailed.

FAQs About the word assailable

αμφισβητήσιμος

not defended or capable of being defendedCapable of being assailed.

εκτεθειμένο,απειλούμενος,απειλούμενος,Ανασφαλής,υπεύθυνος,ευαίσθητος,απροστάτευτος,απροστάτευτος,Ασυνόδευτος,ανασφάλιστο

υπερασπίστηκε,αμυντικός,προστατευμένο,ασφαλής,ασφαλισμένος,Αμυνόμενος,υπερασπίσιμος,Φρουρούμενος,απόρθητος,αδάμαστος

assailability => Επιθετικότητα, assai => ασαΐ, assagai => ασάγκαϊ, tida => Τίντα, ass => γάιδαρος,