Greek Meaning of assailing
εφορμώντας
Other Greek words related to εφορμώντας
- επιτιθέμενος
- χτύπημα
- προσβλητικός
- μπάσινγκ
- ανατίναξη
- επιτιμητικός
- επικριτικός
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- καυστικός
- επίπληξη
- καταστροφή
- κριτικός
- βρισιά
- πηδώντας (πάνω)
- αυστηρή επικριτική
- άγριος
- Συνδεόμενο με
- προσβλητικός
- κοπιάζω
- Μειωτικός
- μαλώνω
- βλασφημία
- επιτιμώντας
- επιπληκτικός
- απαξιωτικός
- καταραμένος
- εκρηκτικός
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- καταριώντας
- δυσφήμηση
- δυσφήμιση
- επίπληξη
- Επιπλήττω
- υβριστικός
- συκοφαντία
- μιλάω ακατάληπτα
- μετάφραση
- συκοφαντία
- μαστίγωμα
- συκοφαντίες
- ξυλοδαρμός
- δέσιμο παπουτσιών (μέσα)
- Κράζω κάποιον
- Κανόνισμα
- βλασφημία
- ιστιοπλοΐα σε
- υβριστικός
Nearest Words of assailing
Definitions and Meaning of assailing in English
assailing (p. pr. & vb. n.)
of Assail
FAQs About the word assailing
εφορμώντας
of Assail
επιτιθέμενος,χτύπημα,προσβλητικός,μπάσινγκ,ανατίναξη,επιτιμητικός,επικριτικός,παρενόχληση,προσβλητικός,καυστικός
επαινετικός,αποθεώνοντας,κολακευτικό,χαλάζι,επαινετικό,επευφημούν
assailer => δράστης, assailed => επιτέθηκε, assailant => επιτιθέμενος, assailable => αμφισβητήσιμος, assailability => Επιθετικότητα,