Greek Meaning of profaning
βλασφημία
Other Greek words related to βλασφημία
- διεφθαρμένος
- επιζήμιος
- ταπεινωτικός
- έκλυτος
- εξευτελιστικός
- διεστραμμένος
- Καταστροφικός
- Επιδεινούμενος
- Αραίωση
- Ατιμάζοντας
- ταπεινωτικό
- εκτροπή
- δηλητηρίαση
- μολυσματικό
- εξασθένιση
- ανατρεπτικός
- ταπεινωτικός
- νόθευση
- διαβρωτικός
- φθηναίνω
- μολυσματική
- βεβήλωση
- εξευτελιστικός
- απογοητευτικός
- λερώνοντας
- ατιμαστικός
- βλαβερός
- πονώντας
- βλαπτική
- μείωση
- φθορά
- καταστροφική
- ντροπιαστικό
- μόλυνση
- αραίωση
- ακυρωτική
- παραμόρφωση
- καταστρεπτικός
- ρύπανση
- βρώμικος
- δυσφημούντες
- απόσβεση
- αφεδρος
- ταπεινωτικός
- κακομαθαίνω
- Χρώση
- θάμπωμα
- Κατεβάζω
- αραίωση
Nearest Words of profaning
Definitions and Meaning of profaning in English
profaning
to treat (something sacred) with abuse, irreverence, or contempt, serving to debase or defile what is holy, not concerned with religion or religious purposes, not holy because unconsecrated, impure, or defiled, not possessing esoteric or expert knowledge, to treat (something sacred) with great disrespect, obscene, vulgar, not being among the initiated, showing no respect for holy things, to debase by a wrong, unworthy, or vulgar use, to put to a wrong or vulgar use
FAQs About the word profaning
βλασφημία
to treat (something sacred) with abuse, irreverence, or contempt, serving to debase or defile what is holy, not concerned with religion or religious purposes, n
διεφθαρμένος,επιζήμιος,ταπεινωτικός,έκλυτος,εξευτελιστικός,διεστραμμένος,Καταστροφικός,Επιδεινούμενος,Αραίωση,Ατιμάζοντας
τροποποίηση,ανυψωτικός,ενισχυτικό,ένδοξος,υψώνω,τιμητικός,Βελτιούμενος,ανυψωτικός,βελτιωτικό,βελτίωση
profanations => βεβηλώσεις, proems => προλεγόμενα, proem => πρόλογος, products => προϊόντα, producing => παραγωγική,