Greek Meaning of humbling
ταπεινωτικός
Other Greek words related to ταπεινωτικός
Nearest Words of humbling
Definitions and Meaning of humbling in English
humbling (s)
causing awareness of your shortcomings
humbling (p. pr. & vb. n.)
of Humble
FAQs About the word humbling
ταπεινωτικός
causing awareness of your shortcomingsof Humble
εξευτελιστικός,εξευτελιστικός,ταπεινωτικό,εξευτελιστικός,ανησυχητική,συγκεχυμένος,ταπεινωτικός,δύσκολο,δυσάρεστος,ανησυχητικός
ευχάριστος,άνετος,κατάλληλος,ευχάριστος
humblesse => ταπεινότητα, humbles => ταπεινός, humbler => πιο ταπεινός, humbleness => Ταπεινότητα, humblehead => ταπεινός,