Greek Meaning of befouling

ρύπανση

Other Greek words related to ρύπανση

Definitions and Meaning of befouling in English

Webster

befouling (p. pr. & vb. n.)

of Befoul

FAQs About the word befouling

ρύπανση

of Befoul

δυσφήμηση,μαύρισμα,λερώνοντας,ανοησίες,μόλυνση,Χρώση,καθαρισμός,μόλυνση,βρώμικος,λασπώδης

καθαρισμός,καθαρισμός,κάθαρση,καθαριστικός,απολυμαίνω,βούρτσισμα,απολύμανση,Ξεσκόνισμα,Ξέπλυμα χρήματος,καθάρισμα

befouled => Befouled = Βεβηλωμένος, befoul => μολύνω, befortune => befortune (δεν υπάρχει) , beforetime => παλιότερα, beforehand => εκ των προτέρων,