Greek Meaning of bemiring

λασπώδης

Other Greek words related to λασπώδης

Definitions and Meaning of bemiring in English

Webster

bemiring (p. pr. & vb. n.)

of Bemire

FAQs About the word bemiring

λασπώδης

of Bemire

μαύρισμα,λερώνοντας,ανοησίες,Χρώση,griming,δυσφημώ,ρύπανση,βρώμικος,δυσφήμηση,άλειμμα

καθαρισμός,καθαρισμός,κάθαρση,βούρτσισμα,απολύμανση,Ξεσκόνισμα,Ξέπλυμα χρήματος,καθάρισμα,καθαριστικός,ανανέωση

bemired => βρώμικος με μούργα, bemingle => αναμειγνύω, bemidji => Μπεμίντζι, bemete => πεμετε, bemet => συναντώ,