Greek Meaning of bemiring
λασπώδης
Other Greek words related to λασπώδης
- μαύρισμα
- λερώνοντας
- ανοησίες
- Χρώση
- griming
- δυσφημώ
- ρύπανση
- βρώμικος
- δυσφήμηση
- άλειμμα
- μπερδεμένος
- μόλυνσης
- ρύπανση
- κολλημένος
- θόλωση
- μολυσματικό
- μόλυνση
- Παιχνίδια
- καθαρισμός
- Κηλίδωμα
- μόλυνση
- συγκεχυμένος
- μολυσματική
- βεβήλωση
- αποδιοργανωτική
- αποδιοργανωτικό
- αποχρωματισμός
- Ακατάστατο
- διαταραχή
- σέρνεται
- ανακάτεμα
- Ανακατωμένος
- μόλυνση
- Συλλογή
- θόρυβος
- καθαρισμός
- καθαρισμός
- κάθαρση
- βούρτσισμα
- απολύμανση
- Ξεσκόνισμα
- Ξέπλυμα χρήματος
- καθάρισμα
- καθαριστικός
- ανανέωση
- ξέπλυμα
- καθαρισμός
- τρίψιμο
- σάρωση
- Πλύσιμο
- Σκούπισμα
- απολυμαίνω
- απολυμαντικό
- ευθυγράμμιση (προς τα πάνω)
- φωτεινό
- αναζωογονητικός
- αποσμητικό
- στεγνό καθάρισμα
- ομορφαίνω (κάτι)
- τακτοποίηση (πάνω)
Nearest Words of bemiring
Definitions and Meaning of bemiring in English
bemiring (p. pr. & vb. n.)
of Bemire
FAQs About the word bemiring
λασπώδης
of Bemire
μαύρισμα,λερώνοντας,ανοησίες,Χρώση,griming,δυσφημώ,ρύπανση,βρώμικος,δυσφήμηση,άλειμμα
καθαρισμός,καθαρισμός,κάθαρση,βούρτσισμα,απολύμανση,Ξεσκόνισμα,Ξέπλυμα χρήματος,καθάρισμα,καθαριστικός,ανανέωση
bemired => βρώμικος με μούργα, bemingle => αναμειγνύω, bemidji => Μπεμίντζι, bemete => πεμετε, bemet => συναντώ,